ῥυθμός

ῥυθμός
ῥυθμός
Grammatical information: m.
Meaning: = ἡ τῆς κινήσεως τάξις (Pl. Lg. 665a), `regular movement, beat, rhythm, measure, consistence, proportion, form' (IA., Archil., Thgn., A.).
Other forms: Ion. ῥυσμός.
Compounds: Often as 2. member, e.g. εὔ-ρυθμος `with a beautifully regular movement, rhythmically, well-proportioned' with -ία f. (Att.).
Derivatives: ῥυθμ-ικός `rhythmic' (Pl.; Chantraine Études 135), -ιος `id.' (Hdn. Gr.); -ίζω, also w. prefix, esp. μετα-, `to make regular, to organise, to set up, to instruct, to form' (IA.), -έω `to organise, to determine' (Athen Va), -όομαι `to develop' (Democr. 197 [-σμ-]; -όω uncertain ibd. 33).
Origin: IE [Indo-European] [1003] *sreu̯- `stream'
Etymology: Already the shortness of the ῠ (e.g. A. Ch. 797) makes the connection with ἔρυμαι, ῥύομαι `avert, protect' with ῥῡτήρ `protector, guardian' (Leemans Ant. class. 17, 403ff., Renehan ClassPhil. 58, 36f. after Jaeger Paideia 1, 174f. [prop. "keep in bonds"]) or with ἐρύω `draw' with ῥῡτήρ `rein' (Krogmann KZ 71, 110f. after Hirt), which is also semant. not very evident, quite improbable. For the old explanation from ῥέω `flow, stream', against which rightly Benveniste Journ. de psych. norm. et pathol. 44 (1951) 401 ff., Wolf WienStud. 68, 99 ff. (with survey of other interpretations), Porzig Satzinhalte 237. So orig. meaning "streaming, stream" as symbol of a quiet and even movement (cf. Curtius 353). On the meaning of ῥυθμός still E. Wolf Bed. von ῥυθμός bei Platon (Diss. Innsbruck 1947), Leemans l.c., Waltz Rev. et. lat. 26, 109 ff. (ῥυθμός and numerus). S. also C. Sandoz, Les noms grecs de la forme (Neuchâtel 1971) 58-77.
Page in Frisk: 2,664-665

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ῥυθμός — any regular recurring motion masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… …   Dictionary of Greek

  • ρυθμός — ο 1. εναλλαγή κινήσεων με ορισμένη τάξη: Κωπηλατούσαν με ρυθμό. 2. εναλλαγή φθόγγων και ήχων (στη μουσική και την ποίηση) με ορισμένη τάξη: Το ποίημα αυτό δεν έχει ρυθμό. 3. συμμετρία, αναλογία των μερών μεταξύ τους και προς το σύνολο: Τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Νέος Ρυθμός — Ρυθμός που επικράτησε σε ολόκληρη την Ευρώπη στην τελευταία δεκαετία του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού κυρίως στον τομέα των εφαρμοσμένων τεχνών και της αρχιτεκτονικής. Ο Ν.Ρ., που είδε το φως στις «σετσεσιόν» του Μονάχου και της Βιέννης,… …   Dictionary of Greek

  • σύνθετος ρυθμός — (ordo compositus). Αρχιτεκτονικός ρυθμός του 1ου αι. μ.Χ., που τον χρησιμοποίησαν ιδιαίτερα οι αρχιτέκτονες της Αναγέννησης, και μάλιστα στον 16o αι. θιασώτες του ρυθμού αυτού ήταν οι Βινιόλα και Παλάντιο στην Ιταλία και ο Ντελόρμ στη Γαλλία. Ο σ …   Dictionary of Greek

  • τοσκανικός ρυθμός — Ονομάζεται έτσι ο αρχαιότερος και πιο απλός από τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς των Ρωμαίων. Αποτελεί αρχαϊκή παραλλαγή του ελληνικού δωρικού ρυθμού, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η έλλειψη τρίγλυφων ραβδώσεων στους κίονες πάνω στο… …   Dictionary of Greek

  • βικτοριανός ρυθμός — Καλλιτεχνικό ρεύμα στον χώρο της αρχιτεκτονικής, της διακόσμησης και των επίπλων. Την ονομασία του αυτή οφείλει στην περίοδο (1835 85) κατά την οποία επικράτησε, περίοδος που συμπίπτει με το διάστημα της βασιλείας (1837 1901) της βασίλισσας… …   Dictionary of Greek

  • κορινθιακός ρυθμός — Ο τρίτος και μεταγενέστερος ρυθμός της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, μετά από τον δωρικό και τον ιωνικό. Συνιστά παραλλαγή του ιωνικού, από τον οποίο διαφέρει μόνο στη μορφή του κιονόκρανου. Το κορινθιακό κιονόκρανο αποτελείται από τον κάλαθο …   Dictionary of Greek

  • μανουελινός, ρυθμός — Διακοσμητικός ρυθμός στην πορτογαλική αρχιτεκτονική της εποχής του βασιλιά Μανουέλ A’ (1495 1521). Την περίοδο εκείνη όταν η Πορτογαλία γνώρισε αξιόλογη καλλιτεχνική, πολιτική και οικονομική ανάπτυξη. Το μ. στιλ διακρίνεται για τη φαντασία και τη …   Dictionary of Greek

  • δωρικός ρυθμός — Ο αρχαιότερος από τους τρεις ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής· οι άλλοι δύο είναι ο ιωνικός και o κορινθιακός. Πήρε την ονομασία του από τους Δωριείς και διαμορφώθηκε στην Ελλάδα και στις ελληνικές αποικίες της νότιας Ιταλίας και της… …   Dictionary of Greek

  • ιωνικός ρυθμός — Ο ένας από τους τρεις αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της ελληνικής αρχαιότητας. Διαμορφώθηκε τον 7o και 6o αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, όπως υποδηλώνει η ονομασία του και αποδεικνύουν οι τόποι ανεύρεσης των αρχαιότερων τεκμηρίων. Ο ι.ρ. είναι ελαφρύτερος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”